χειροτέρευση

χειροτέρευση
και χειροτέρεψη, η, Ντροπή, μεταβολή προς το χειρότερο, επιδείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτερεύω. Η λ., στον λόγιο τ. χειροτέρευσις, μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειροτέρευση — χειροτέρευση, η και χειροτέρεψη, η η πράξη και το αποτέλεσμα του χειροτερεύω, χειροτέρεμα, επιδείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιβαρυντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιβαρύνει, που προξενεί επιβάρυνση. 2. μτφ., που προκαλεί επιδείνωση, χειροτέρευση της κατάστασης ατόμου: Κατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. 3. (για αρρώστια), που φανερώνει επιβάρυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρίεμα — το [αγριεύω] 1. άγρια έκφραση τού προσώπου, βλοσυρότητα 2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια τής μανίας 3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός 4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • δολιοφθορά — η καταστροφή εκ προθέσεως, πράξη ή παράλειψη που αποβλέπει στην καταστροφή ή χειροτέρευση υλικού, την ανάσχεση ή μείωση παραγωγής, την παρεμπόδιση τής λειτουργίας υπηρεσίας ή επιχειρήσεως, σαμποτάζ …   Dictionary of Greek

  • εκτράχυνση — η 1. μεταβολή τής ομαλότητας σε τραχύτητα, τράχυνση, σκλήρεμα («η εκτράχυνση τών σχέσεων μεταξύ τών δύο χωρών») 2. μτφ. όξυνση, ένταση, επιδείνωση, χειροτέρευση …   Dictionary of Greek

  • επιβάρυνση — η 1. αύξηση τού βάρους 2. αυτό που προκαλεί αύξηση τού βάρους 3. ενόχληση από αύξηση τών δαπανών («φορολογικές επιβαρύνσεις») 4. πρόσθετη δαπάνη 5. επιδείνωση, χειροτέρευση («επιβάρυνση τής θέσης τού κατηγορουμένου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση …   Dictionary of Greek

  • χειροτέρεμα — το, Ν [χειροτερεύω] χειροτέρευση …   Dictionary of Greek

  • χειροτέρεψη — η, Ν βλ. χειροτέρευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”